σκληροπρόσωποι

σκληροπρόσωποι
σκληροπρόσωπος
hard
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκληροπρόσωπος — ον, Α (κυρίως μτφ.) θαρραλέος, απτόητος («υἱοὶ σκληροπρόσωποι και στερεοκάρδιοι», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πρόσωπος (< πρόσωπον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”